- κροτώνων
- κροτώνtickmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κροτώνων — Κρότων masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουλαραιμία — η, Ν ιατρ. οξεία λοιμώδης ανθρωποζωονόσος οφειλόμενη στο βακτήριο Francisella tularensis και είναι κυρίως νόσος τών τρωκτικών, και ειδικότερα τού λαγού, από τα οποία μεταδίδεται με άμεση επαφή ή με τους νυγμούς οίστρων και κροτώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο … Dictionary of Greek